κρατυντήριος

κρατυντήριος
κρατυντήριος, -ία, -ον (Α)
1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικός («κρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια
τίτλος έργου τού Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατισχύων», ο νικητής. ( [ΕΤΥΜΟΛ.: < κρατύνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. αμυν-τήριος, πλυν-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρατυντήριος — strengthening masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατυντηρίοις — κρατυντήριος strengthening masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατυντήρια — κρατυντήριος strengthening neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”